φρικιάζω

φρικιάζω
Ν
φρικιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρικιῶ, κατά τα ρ. σε -ιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φρικιάζω — φρικιάζω, φρικίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φρικιάζω — φρίκιασα, αμτβ. 1. αισθάνομαι φρικίαση, με πιάνει ρίγος (εξαιτίας πυρετού, φόβου, χαράς κτλ.), ανατριχιάζω. 2. αισθάνομαι φρίκη, νιώθω αποτροπιασμό, φρίττω, σηκώνεται το πετσί μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρίκιασμα — και φρικίασμα, το, Ν [φρικιάζω] φρικίαση …   Dictionary of Greek

  • φρικιαστικός — ή, ό, Ν [φρικιάζω] αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος («φρικιαστικό θέαμα»). επίρρ... φρικιαστικώς και φρικιαστικά κατά τρόπο φρικιαστικό, φρικαλέως …   Dictionary of Greek

  • φρίττω — έφριξα 1. αμτβ., αισθάνομαι φρικίαση, με πιάνει ρίγος (από πυρετό, φόβο, συγκίνηση), φρικιάζω, ανατριχιάζω. 2. αισθάνομαι φρίκη, αηδιάζω, εκπλήσσομαι με αποτροπιασμό ή φόβο, σηκώνεται το πετσί μου: Έφριξε σαν τ άκουσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”